ἱεροπρόσπολος

ἱεροπρόσπολος
ἱερο-πρόσπολος, ,
A sacred attendant, priest, Ptol.Tetr.159.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιεροπρόσπολος — ἱεροπρόσπολος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρόσπολος «υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”